- έναυλος
- (I)ἔναυλος, ο και ἔναυλον, το (Α)1. κοίτη χειμάρρου, χαράδρα, κοίλωμα απ' όπου ρέει χείμαρρος («τάχα κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων», Ομ. Ιλ.)2. χείμαρρος3. κατοικία, τόπος διαμονής, ενδιαίτημα.————————(II)-η, -ο (AM ἔναυλος, -ον)1. (για φωνή, ήχο κ.λπ.) αυτός που αντηχεί σαν ήχος αυλού, ζωηρός, έντονος («ἔναυλος ὁ λόγος τε καὶ ὁ φθόγγος», Πλάτ.)2. αυτός που αποτυπώνεται βαθιά στη μνήμηαρχ.1. αυτός που βρίσκεται στην αυλή («τίν' ἔχει στίβον, ἔναυλον ἤ θυραῑον», Σοφ.)2. αυτός που ζει σε σπήλαιο («λέοντας ἐναύλους», Ευρ.).επίρρ...εναύλως1. ζωηρά, έντονα, ευκρινώς2. μέσα σε αυλές, χαράδρες ή κοιλώματα.
Dictionary of Greek. 2013.